αρτίστας

αρτίστας
ο (θηλ., αρτίστα, η)
1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου)
2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.)
γυναίκα ελευθερίων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρτίστας — ο θηλ. ίστα (λ. ιταλ.), ηθοποιός, καλλιτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • καρτέλο — το 1. (για πόρνη) η καταγραμμένη από την αστυνομία 2. φρ. «αρτίστας ντι καρτέλο» ο μεγάλος καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartello] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”